οστοδέτης

οστοδέτης
ὀστοδέτης, ὁ (Α)
εμπειρικός γιατρός ειδικός στα κατάγματα και στις εξαρθρώσεις οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. σφυρο-δέτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀστοδέτης — bonesetter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀστοδέτην — ὀστοδέτης bonesetter masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οστοδετική — ὀστοδετική, ἡ (Α) [οστοδέτης] (ενν. διαγραφή) διάγραμμα για προσαρμογή και δέσιμο οστών …   Dictionary of Greek

  • οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”